μετασαλεύω

μετασαλεύω
обл 1. μετ. передвигать, переставлять;
2. αμετ. передвигаться, перемещаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μετασαλεύω" в других словарях:

  • μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 …   Dictionary of Greek

  • μετασάλεμα — το [μετασαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός …   Dictionary of Greek

  • αμετασάλευτος — η, ο (AM ἀμετασάλευτος, ον) [μετασαλεύω] αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»